Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ψῆγμα χρυσοῦ

См. также в других словарях:

  • ψήγμα — το / ψῆγμα, ήγματος, ΝΜΑ [ψήχω] μικρό κομμάτι μετάλλου ή άλλου υλικού που προήλθε από απόξεση ή τριβή, τρίμμα, ρίνισμα, κόκκος (α. «ψήγματα σιδήρου» β. «ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀναφέρουσι χρυσοῡ», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (μεταλλ.) μικρή, συνήθως, άμορφη… …   Dictionary of Greek

  • ψήγμα — το, ατος 1. απόξεσμα, ρίνισμα, απότριμμα. 2. ο πληθ., ψήγματα σημαίνει πολύ λεπτά κομμάτια μετάλλου: Βρήκαν ψήγματα χρυσού στην περιοχή αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπαυγάζω — ΜΑ καταυγάζω, φωτίζω μσν. μτφ. κάνω κάτι να λάμπει αρχ. (αμτβ.) 1. αστράφτω, από κάτω, λάμπω από κάτω («χρυσοῡ ψῆγμα ποταμῷ ἀργυροδίνῃ ὑπαύγαζον», Φιλόστρ) 2. αρχίζω να φέγγω, να φωτίζω («ἐπεὶ ἡμέρα ἠπηύγαζε», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»